Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάτρων — μά̱τρων , μήτρως maternal uncle masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρων — μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, ωνος, ὁ (Α) μήτρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού μήτρως* (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)] … Dictionary of Greek